- σιργιάνι
- τοβλ. σεργιάνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιργιάνι — και σιριάνι, το, Ν βλ. σεργιάνι … Dictionary of Greek
σεργιάνι — και σεριάνι και σιργιάνι και σιριάνι, το, Ν περίπατος, βόλτα («πρώτ η Φροσύνη τό βαλε και βγήκε στο σιργιάνι», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. seyran «εκδρομή»] … Dictionary of Greek
σεργιανίζω — και σιργιανίζω και σεργιανώ, άω και σεριανώ, άω και σιργιανώ, άω, Ν [σεργιάνι / σιργιάνι] 1. κάνω βόλτα, κάνω περίπατο 2. (μτβ.) βγάζω κάποιον για σεργιάνι, τόν πηγαίνω περίπατο … Dictionary of Greek